-
1 ἐνοικέω
A dwell in, c. dat. loci, , etc.;χώρα καλὴ ὥστε ἐ. X.An.5.6.25
;κατὰ στέγην E.Alc. 1051
;ἐνταῦθα Ar.Nu. 95
: abs., οὔ τι γὰρ κεκτήμεθ'.. αὐτό (sc. τὸ σῶμα) , πλὴν ἐνοικῆσαι βίον .. we possess it not, save to dwell in during life, E.Supp. 535, cf. Leg.Gort.4.34, IG12(5).568,1100 (Ceos, V B.C.); [Θυρέαν] ἔδοσαν ἐνοικεῖν
dwell in,Th.
4.56, cf. Hdt.2.178.3 metaph., dwell upon, 'be at home in',ἐν τοῖς φυσικοῖς Arist.GC 316a6
;τοῖς συγγράμμασιν Clearch. 45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνοικέω
См. также в других словарях:
ενοικώ — (AM ἐνοικῶ, έω) [ένοικος] 1. κατοικώ, μένω σ έναν τόπο (κατοικία, πόλη κ.λπ.) 2. παρίσταμαι κάπου 3. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («ὅσοι ἐνῳκήκασιν ἐν τοῑς φυσικοῑς» όσοι έχουν ασχοληθεί με τα σχετιζόμενα με τη φύση, Αριστοτ.) … Dictionary of Greek